- περιθλίβω
- Απιέζω, ζουλώ κάτι από όλες τις μεριές.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* θλίβω «πιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
περίθλιψις — ίψεως, ἡ, Α [περιθλίβω] πίεση που ασκείται σε κάτι από παντού … Dictionary of Greek